Πραγματικά νιώθεις δέος με το πόσο cool φαίνεται, σε σύγχρονα νεανικά αισθητικά συμφραζόμενα, ο Ντέμης Ρούσσος στο βίντεο που συνοδεύει το “Four Horsemen” έτσι όπως έχει ανέβει εξ ονόματος των Aphrodite’s Child στο διαδίκτυο. Κι όμως, μέχρι και πριν από λίγο καιρό η πολιτικά ορθή ροκ άποψη υπαγόρευε –στην καλύτερη- να τον σνομπάρεις, στη χειρότερη να τον χλευάζεις.

Οι Idols. Στο κέντρο παίζοντας μπάσο ο Ντέμης Ρούσσος.

Όταν ο Βαγγέλης Παπαθανασίου ίδρυε τους θρυλικούς Forminx (μόλις στα 1962), η οικογένεια του 16χρονου τότε Αρτέμιου-«Ντέμη»- Ρούσσου ήταν δεν ήταν έναν χρόνο εγκατεστημένη στην Αθήνα, έχοντας φτάσει άρον-άρον από την Αλεξάνδρεια, όπως άλλωστε χιλιάδες «Αιγυπτιώτες», μετά τα γεγονότα της αραβοϊσραηλινής κρίσης του Σουέζ. Τα πρώτα βήματα του (κατά 3 χρόνια μικρότερου) Ντέμη ήταν πολύ πιο ταπεινά, ως –όχι ιδιαίτερα πετυχημένος- μπασίστας των επίσης δημοφιλέστατων ldols, από τους οποίους γρήγορα έφυγε για να πάει στους Minis, όπου και συναντήθηκε με τον ντράμερ Λουκά Σιδερά, ο οποίος επίσης προερχόταν από άλλο συγκρότημα, τους Stormies. Ο Σιδεράς, συμμαθητής και παιδικός φίλος του Παπαθανασίου, ήταν ο άνθρωπος-κλειδί για τη δημιουργία των Aphrodite’s Child, μια και ήταν εκείνος που έφερε σε επαφή τους Βαγγέλη και Ντέμη. Ένα βιβλίο που έγραψε κάποτε (Αδυνατίστε και Παραμείνετε Αδύνατοι, Ε.Α.Κ. ΕΠΕ-Ν ΣΜΥΡΝΗ ΕΚΔΟΣΕΙΣ, 1985) ο Ντέμης για τις δίαιτές του παρέχει απρόσμενες «από μέσα» πληροφορίες για εκείνη την πρώτη συνάντηση στο σπίτι του Βαγγέλη, τέλη του καλοκαιριού του ‘66:

Οι Forminx. Αριστερά στα πλήκτρα, ο Βαγγέλης Παπαθανασίου.

 

Από εκεί και πέρα ήταν θέμα λίγων μηνών ώστε ο Παπαθανασίου να μεταδώσει στους άλλους δύο την αποφασιστικότητά του για το επόμενο βήμα. Τα δεκάδες συγκροτήματα στην αγγλόφωνης ελληνικής σκηνής της εποχής διέφεραν ουσιαστικά από τα -εκατοντάδες- σημερινά κυρίως ως προς ένα σημείο, τις προϋποθέσεις εξεύρεσης μεροκάματου. Στη δεκαετία του ‘60 ήταν πολύ πιο εύκολο για ένα σχήμα να παίζει σε καθημερινή βάση διασκευές επιτυχιών της εποχής σε «κλαμπάκια», ξενοδοχεία, εστιατόρια και πάρτι κερδίζοντας ένα σεβαστό ποσό για τον κόπο του, σε σύγκριση με τη σημερινή εποχή του –πρακτικά άμισθου-  live στα «λαϊβάδικα». Ο κανόνας βέβαια ήταν ότι κάτι ο στρατός, κάτι η κούραση από τα ξενύχτια, κάτι οι οικογενειακές επιχειρήσεις που θα απέφεραν πολύ περισσότερα (καθότι πολλοί από τους ποπ-ροκ μουσικούς ήταν γόνοι εύπορων οικογενειών), οδηγούσαν σε πρόωρες εγκαταλείψεις. Όμως εφόσον εντόπισαν ένα κοινό πάθος και είχαν δεδομένες οικονομικές δυνατότητες, αλλά και επαγγελματική συνείδηση που ξέφευγε από τα όρια της «Σόνιας» στη Λεωφόρο Αλεξάνδρας (άντρο για κάθε ίντριγκα στη σκηνή) οι τρεις μουσικοί άρχισαν εντατικές πρόβες για κάτι πιο μεγάλο που γεννιόταν, με τη συνοδεία και ενός τέταρτου, του κιθαρίστα Αργύρη «Silver» Κουλούρη, επίσης πρώην στελέχους των Minis. Το γκρουπ έκανε τις πρώτες του ηχογραφήσεις (ως Ορχήστρα Βαγγέλη Παπαθανασίου) παίζοντας τέσσερα τραγούδια του Γιώργου Ρωμανού στο δίσκο του In Concert and in Studio (1968), ο οποίος θεωρήθηκε ως ένα από τα πρώτα δείγματα ψυχεδελικής φολκ-ροκ made in Greece .

Το πρώτο LP των Aphrodite’s Child 1968

«Όσο περνούσε ο καιρός συνειδητοποιούσαμε ότι αν θέλαμε να κάνουμε μια ενδιαφέρουσα καριέρα θα έπρεπε να εγκαταλείψουμε την Ελλάδα. Η νοοτροπία που επικρατούσε ήταν καθαρά επαρχιακή, σχεδόν οπισθοδρομική», αναφέρει ο Ντέμης στο βιβλίο του. Ου μην αλλά και… απριλιανή η νοοτροπία αυτή από το ‘67 και μετά, και τελικά το ταξίδι του συγκροτήματος (δίχως τον Κουλούρη, που τον πρόλαβε ο –σχεδόν τριετής τότε- στρατός) πραγματοποιήθηκε τον Μάρτιο του ΄68,  με αρχικό προορισμό το Λονδίνο. Ενδεικτικό του ότι μιλάμε για άλλες εποχές, οι Ρούσσος και Σιδεράς που έφυγαν πρώτοι δεν κατάφεραν να περάσουν από το τελωνείο του Ντόβερ στερούμενοι την απαραίτητη άδεια εργασίας, γι’αυτό και άλλαξαν ρότα καταλήγοντας στο Παρίσι, όπου τους βρήκε λίγο αργότερα ο Παπαθανασίου. Όλοι τους ήταν εντελώς ανύποπτοι για ό,τι θα συνέβαινε στην πόλη περίπου ένα μήνα μετά. Έτσι κι αλλιώς είχαν πάει για άλλη δουλειά, η οποία συνέπεσε με το γενικό χαμό στην γαλλική πρωτεύουσα: αρχές του Μάη του ’68 οι τρεις τους συναντούσαν τους εκπροσώπους της Phonogram Records (εταιρείας του Παπαθανασίου και στην Ελλάδα) σ’ ένα ξενοδοχείο πολύ κοντά στα Ηλύσια Πεδία. Εκεί υπόγραψαν ένα λεόντειο 6ετές συμβόλαιο (που προέβλεπε συνολικό ποσοστό 2% και για τους τρεις επί των πωλήσεων) κι άρχισαν αμέσως τις ηχογραφήσεις, παίρνοντας ένα χαρτζιλίκι 1.000 φράγκων (περίπου 6.000 δραχμών με τα τότε δεδομένα) για τα τρέχοντα έξοδα. Η πίεση από το οικονομικό στρίμωγμα μπορεί να κάνει θαύματα, όπως έγινε με το “Rain and Tears”, πρώτο προϊόν του γκρουπ που κυκλοφόρησε τον ίδιο μήνα σε 45άρι σινγκλ ανεβαίνοντας τάχιστα στο νο 1 στη Γαλλία, ενώ λίγες εβδομάδες αργότερα ακολούθησαν Αγγλία, Αμερική, Γερμανία, Ολλανδία, Ιταλία κ.ά. Το τραγούδι που έμελλε να αποτελέσει μέχρι σήμερα τη μεγαλύτερη επιτυχία του συγκροτήματος, ήταν μια μπαλάντα-σύνθεση του Παπαθανασίου που στηρίχτηκε εν μέρει σε ένα κομμάτι του 17ου  αιώνα από τον Γερμανό συνθέτη του Μπαρόκ Γιόχαν Πάχελμπελ, ενώ οι στίχοι ήταν γραμμένοι από τον 23χρονο τότε Γάλλο στιχουργό και ηθοποιό Μπόρις Μπέργκμαν.  Το τραγούδι περιλήφθηκε στο LP End of the World που κυκλοφόρησε στα τέλη του ’68, σε μια εποχή που το συγκρότημα είχε ήδη γυρίσει ολόκληρη τη Γαλλία κι ετοιμαζόταν να κατακτήσει την Ευρώπη. Ο δίσκος χαρακτηρίστηκε από ποπ τραγούδια που θύμισαν κάτι από Kinks (“Mr Thomas”), αλλά και άλλες μπαλάντες που ταύτισαν το συγκρότημα με μπάντες του progressive rock όπως οι Moody Blues και οι Procol Harum, την ώρα που οι Aphrodite’s Child συνέπεσαν χρονικά με άλλα παρεμφερή –και πιο αναγνωρίσιμα- συγκροτήματα (Yes, King Crimson), ενώ προηγήθηκαν και ορισμένων άλλων (Emerson Lake & Palmer, E.L.O.). Τα οργιώδη, γεμάτα τεχνάσματα πλήκτρα του Βαγγέλη και τα ανατολίτικα μοτίβα στη φωνή του Ντέμη έδιναν το ξεχωριστό χρώμα στο ήχο, την ώρα που οι κιθάρες κρατιούνταν πίσω, μια και δεν ήταν το δυνατό σημείο του «Παιδιού της Αφροδίτης».

Την επόμενη χρονιά (1969) το συγκρότημα ταξίδεψε στο, φιλόξενο αυτή τη φορά, Λονδίνο, όπου ηχογράφησε το δεύτερό του άλμπουμ με τίτλο It’s Five O’ Clock, στα περίφημα Trident Studios του Σόχο. Το ομώνυμο κομμάτι που ξεκινά το άλμπουμ ακολουθεί το γενικό πλαίσιο τού End of the World, με μια κλασική εισαγωγή στα πλήκτρα, ωστόσο στη συνέχεια δεν λείπουν οι εκπλήξεις με την επιτυχία (σε σύνθεση Λουκά Σιδερά) “Let me Love Let me Live” (που είχε κυκλοφορήσει σε σίνγκλ τον Οκτώβριο του ‘69) να κινείται σε πιο ψυχεδελικούς τόνους κι ένα ύφος μανιφέστου, στοιχεία που θα μπορούσαν να είχαν εντάξει τους Aphrodite’s Child στο πρόγραμμα του Γούντστοκ (που είχε συμβεί τον Αύγουστο της ίδιας χρονιάς). Ο πιο πολύς κόσμος αγάπησε πάντως τη ρομαντική μπαλάντα “Marie Jolie”.

Η ιαπωνική έκδοση του δεύτερου LP τους

«Για δύο χρόνια η μία επιτυχία ακολουθούσε την άλλη, αλλά ο Βαγγέλης δεν ήταν ικανοποιημένος. Γράφαμε τραγούδια, αυτός όμως είχε τη διάθεση να δημιουργήσει μια πιο σοβαρή μουσική, σαν αυτή που έγραφε πάντα μόνος του», συνέχιζε ο Ντέμης.  Λίγο μετά την κυκλοφορία του It’s Five O’ Clock το συγκρότημα ξεκίνησε περιοδεία σε Ισπανία και Ιταλία, δίχως όμως τον Βαγγέλη που προτίμησε να ασχοληθεί για πρώτη φορά με κινηματογραφικό σάουντρακ (Sex Power, σε σκηνοθεσία Χένρι Τσάπιερ). Τη θέση του πήρε ο επίσης πληκτράς, φίλος του Ρούσσου, Χάρης Χαλκίτης και η συννεφιά που ο καθένας ψυχανεμίζεται για τις σχέσεις των μελών της μπάντας μετά από μια τέτοια κίνηση ήταν πλέον πραγματικότητα. «Πάντα είχα μια τυφλή εμπιστοσύνη στον Βαγγέλη και πάντα αγαπούσα και θαύμαζα τη δουλειά του. Εκείνος όμως ήθελε να σταματήσουμε τις περιοδείες και να αφιερώσουμε περισσότερο χρόνο στις ηχογραφήσεις, πράγμα που δεν με συνέφερε οικονομικά». 

Το θρυλικό άλμπουμ 666, κύκνειο άσμα του γκρουπ.

 

Μέσα σε όλα, τα σχέδια για ένα επόμενο άλμπουμ προκαλούσαν ακόμη μεγαλύτερες εντάσεις ανάμεσα στα διαφορετικά πλάνα, καθώς άλλο ήταν αυτό του Παπαθανασίου, άλλο των άλλων δύο και άλλο της εταιρείας τους, που κατόπιν συγχωνεύσεων ήταν πια η Mercury Records. Όταν το διάρκειας 78 λεπτών διπλό άλμπουμ 666 κυκλοφόρησε μετά κόπων και βασάνων το 1972 το συγκρότημα είχε ήδη διαλυθεί έχοντας ο καθένας  προηχογραφήσει τα μέρη του, ενώ οι επιτετραμμένοι της Mercury τραβούσαν τα μαλλιά τους από τις αρχικές πωλήσεις. Ωστόσο, με τον καιρό ήρθε η αναγνώριση για αυτή τη μεταφορά της Αποκάλυψης του Ιωάννη σε όρους progressive rock, αποτέλεσμα της συνεργασίας του Βαγγέλη με τον σκηνοθέτη Κώστα Φέρρη (έγραψε τους στίχους), σε σημείο που σήμερα να θεωρείται μακράν ως το πιο επιτυχημένο άλμπουμ του συγκροτήματος, καλλιτεχνικά και εμπορικά. Ακόμη κι αν οι παρεμβάσεις της εταιρείας ήταν συχνά τραχιές (με κλασικότερο παράδειγμα τη μάχη που έδωσε ο συνθέτης για να συμπεριληφθούν 5 λεπτά και 15 δευτερόλεπτα από τα 39 συνολικά του κομματιού “∞” -μαθηματικό σύμβολο του άπειρου- στο οποίο ακουγόταν το ουρλιαχτό της Ειρήνης Παππά με συνοδεία χαοτικών κρουστών), το 666 θεωρείται ως ένας από τους κορυφαίους δίσκους του 1971 σε παγκόσμιο επίπεδο, όπως και ένα  άλμπουμ-ορόσημο τόσο για το progressive rock, όσο και για τη μορφή του ως «εννοιολογικό» (conceptual) άλμπουμ, επικεντρωμένο γύρω από έναν κεντρικό θεματικό-υφολογικό πυρήνα από την αρχή έως το τέλος του.  Κομμάτια όπως το “Four Horsemen” δεν έμελλε τελικά ποτέ να παιχτούν ζωντανά από τους Aphrodite’s Child, ωστόσο όλη αυτή η ψυχεδελική καταιγίδα από συνθεσάιζερ, έθνικ στοιχεία, απαγγελίες, χορωδίες και κρουστά εξακολουθεί να αυξάνει με σταθερό ρυθμό τις πωλήσεις της (έχοντας ξεπεράσει πια τα 20 εκ ανά τον κόσμο), πόσω μάλλον που αυτό το εξεζητημένο ροκ ύφος γνώρισε σχετικά πρόσφατα άλλη μία αναβίωση, με τα συγκροτήματα της λεγόμενης new prog σκηνής (Mystery Jets, Doves, Muse κ.ά.). Ο κόσμος του εδώ ροκ έχει γενικά την τάση να ψιλοσνομπάρει τα Παιδιά της Αφροδίτης, κυρίως λόγω κάποιων εξτραβαγκάν στοιχείων της σόλο καριέρας που ακολούθησαν οι δύο από τους τρεις (ο Λουκάς Σιδεράς έκανε κι αυτός σόλο απόπειρες, όμως γενικά έμεινε στην αφάνεια). 

Ο Ντέμης Ρούσσος 17 ετών (1963) σε τυπικό αθηναϊκό μπαλκόνι

 

Όπως και να ‘χε, αυτή ήταν η πιο συναρπαστική περιπέτεια ελληνικού συγκροτήματος στο εξωτερικό, και μάλιστα δεν κράτησε παραπάνω από δύο-τρία χρόνια. Ο τελευταίος λόγος ανήκει στα γραφόμενα του Ντέμη: «Τελικά όμως ένα συγκρότημα είναι σαν ένα ζευγάρι, και ακόμα χειρότερα, γιατί υπάρχουν περισσότεροι από δύο ενδιαφερόμενοι: όταν υπάρχουν μεγάλες διαφορές στη νοοτροπία και στους στόχους, αναπόφευκτα ακολουθεί ο χωρισμός. Άλλωστε, οι μετέπειτα καριέρες μας το απέδειξαν. Δεν είχαμε τους ίδιους στόχους».